- δυστυχής
- malheureux
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δυστυχής — unlucky masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχής — ές και δύστυχος, η, ο (AM δυστυχής, ές Μ και δύστυχος, ον) Ι. αυτός που έχει κακή τύχη, που αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες ή δεινά II. επίρρ. δυστυχώς (AM δυστυχώς) με κακή τύχη, με μεγάλες δυσκολίες και βάσανα νεοελλ. (ως μονολεκτική απάντηση ή … Dictionary of Greek
δυστυχής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς άτυχος, κακότυχος, δυστυχισμένος, ταλαίπωρος: Στάθηκε δυστυχής στην επιλογή συντρόφου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυστυχῇς — δυστυχέω to be unlucky pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχῆ — δυστυχής unlucky neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δυστυχής unlucky masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δυστυχής unlucky masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχέστερον — δυστυχής unlucky adverbial comp δυστυχής unlucky masc acc comp sg δυστυχής unlucky neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχεστάτω — δυστυχής unlucky masc/neut nom/voc/acc superl dual δυστυχής unlucky masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχεστάτων — δυστυχής unlucky fem gen superl pl δυστυχής unlucky masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχεστέρως — δυστυχής unlucky masc acc comp pl (doric) δυστυχής unlucky comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχέα — δυστυχής unlucky neut nom/voc/acc pl (epic ionic) δυστυχής unlucky masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχές — δυστυχής unlucky masc/fem voc sg δυστυχής unlucky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)